condescender - ορισμός. Τι είναι το condescender
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι condescender - ορισμός


condescender      
condescender (del lat. "condescendere"; "a", no frec. "en, con") intr. Acomodarse, por amabilidad, a los deseos o al gusto de otro: "Condesciende a acompañar a su mujer a las fiestas, aunque a él no le gustan". Deferir, transigir. ("a", no frec. "en, con") Convivir o participar en algo con persona de condición más modesta: "La reina condesciende en esa ocasión a bailar con sus servidores". Se emplea a veces con ironía: "¡Condesciende a darnos los buenos días!". Acomedirse, acomodarse, allanarse, *complacer, conceder, consentir en, contemporizar, deferir, dignarse, escuchar, igualarse, otorgar, servirse, transigir. Exorable, llano. Concesión, condescendencia, llaneza, obsecuencia. *Acceder, *amable, *benévolo, *ceder, *conformarse. *Prestarse.
condescender      
verbo intrans.
Acomodarse por bondad al gusto y voluntad de otro.
condescender      
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για condescender
1. Respecto a si las amenazas de un atentado contra quien fuera procurador general de la República, Rafael Macedo de la Concha, ponen en riesgo la estabilidad del país, sostuvo que "de ninguna manera". Planteó que si el gobierno aceptara que eso es parte de la estabilidad sería tanto como aceptar que la estabilidad del país es condescender con la delincuencia y eso sería "antinatura". sgf/dm
Τι είναι condescender - ορισμός